- βρέχω
- (AM βρέχω)1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν»)νεοελλ.1. ραντίζω2. πέφτω σαν βροχή3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαικατουριέμαι4. φρ. α) «και το παξιμάδι βρεμένο» — για οκνηρούς που περιμένουν τα πάντα από τους άλλουςβ) «του της έβρεξα» — τον έδειραγ) «έφυγε σαν βρεμένη γάτα» — έφυγε καταντροπιασμένοςδ) «πέρα βρέχει» — για απρόσεκτους, αδιάφορους ή ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν τα λεγόμεναε) «ό,τι βρέξει άς κατεβάσει» — ας γίνει ό,τι γίνειστ) «πήρε τα βρεμένα του κι έφυγε» — έφυγε καταντροπιασμένοςζ) «τον έχει μη στάξει και μη βρέξει» — τον περιποιείται εξαιρετικάη) «ούτε βρέχεται ούτε λιάζεται» — δεν ενδιαφέρεται για τίποτεθ) «βρέξε κώλο, φάε ψάρι» — για να πετύχεις κάτι πρέπει να κοπιάσειςι) «θα το βρέξουμε» — θα κεράσουμε ποτό για κάτι καινούργιο ή για κάποια επιτυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βρέχω (< *mregh-) συσχετίστηκε με ορισμένους βαλτοσλαβικούς όρους, πρβλ. λεττιτ. merguot, ρωσ. morosί-tĭ «βρέχει σιγά» < *merg (h) -, *morg (h) - (για τη δομή της συλλαβής, πρβλ. επίσης βρέφος < *gwr-ebh-, που συνδέεται με το σλαβ. žrěbe < *gwer-bh-). Αξιοσημείωτο είναι ότι έναντι του βρέχω οι ανωτέρω βαλτοσλαβικοί όροι εκφράζουν την έννοια της «ψιλής βροχής, ψιχαλίσματος», ιδιάζουσα σημασιολογική εξέλιξη που οφείλεται πιθ. στις διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες. Μη αποδεκτή, λόγω σημασιολογικών δυσχερειών, θεωρείται η άποψη σύμφωνα με την οποία το βρέχω σήμαινε αρχικά «(απο) πνίγω» (με το οποίο συνδέθηκε και το βρόχος* «θηλειά που χρησιμοποιείται ως αγχόνη» και ότι υστερογενώς μόνο προσέλαβε τη σημασία «κατακλύζω, καταποντίζω» — πρβλ. πνίγω «θανατώνω προκαλώντας ασφυξία, πνίγω στο νερό» — γαλλ. noyer «διαβρέχω, πνίγω (στο νερό)» < λατ. necāre «φονεύω, πνίγω (στο νερό)». Το βρέχω συσχετίστηκε με το βρύχιος («αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας»), ενώ συνδέεται σημασιολογικά και με το ύωπρβλ. ύει «βρέχει».ΠΑΡ. βρέξη (αρχ. -ξις), βρεκτός (νεοελλ. και βρεχτός), βροχήνεοελλ.βρέξιμο, βρέχτης, βροχός (II).ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -βρέχω): αποβρέχω, διαβρέχω, εμβρέχω, καταβρέχωαρχ.εκβρέχω, επιβρέχω, οξυβρέχω, προβρέχω, συμβρέχω, υποβρέχωνεοελλ.αιματοβρέχω, ματαβρέχω, ξαναβρέχω, παραβρέχω, περιβρέχω, πολυβρέχω, σιγοβρέχω, συχνοβρέχω, ψευτοβρέχω, ψιλοβρέχω. (Β' συνθετικό: -βρεχής, -βραχής): αρχ. αρτιβρεχής, διαβρεχής, ελαιοβρεχής και ελαιοβραχής, ευβρεχής και ευβραχής, ημιβρεχής και ημιβραχής, θαλασσοβραχής, μυροβρεχής και μυροβραχής, οινοβρεχής, ωοβραχής].
Dictionary of Greek. 2013.